αντιρρησίας
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
ο
αυτός που έχει τη συνήθεια να φέρνει αντιρρήσεις, να αντιλέγει.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ο
αυτός που έχει τη συνήθεια να φέρνει αντιρρήσεις, να αντιλέγει.