Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αντρίκιος

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή που αρμόζει σε άντρα, που χαρακτηρίζει τον άντρα («αντρίκια φωνή», «αντρίκιες δουλειές»)
2. ανδρείος, γενναίος («αντρίκια λόγια», «αντρίκιο φέρσιμο»).