αντρικός

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό
βλ. ανδρικός.
(II)
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή έχει σχέση με το πυλωρικό άντρο.