Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αντρικός

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό
βλ. ανδρικός.
(II)
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή έχει σχέση με το πυλωρικό άντρο.