ανωτερότητα

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

Greek Monolingual

η
ηθική υπεροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανώτερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ανδρ. Λασκαράτο].