αξεχώριστος

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να ξεχωριστεί, να τοποθετηθεί χωριστά από κάποιον ή από κάτι
2. αδιανέμητος, αδιαίρετος («κληρονομικά αξεχώριστα»)
3. εκείνος που δεν μπορούμε να τον ξεχωρίσουμε, να τον διακρίνουμε από κάποιον άλλο («αυτά τα δίδυμα είναι αξεχώριστα»).