αξιάκουστος

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

-ον (AM ἀξιάκουστος, -ον)
αυτός που αξίζει να ακουστεί, να γίνει γνωστός.