αξιοδάκρυτος

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀξιοδάκρυτος, -ον)
άξιος δακρύων, άξιος για κλάματα, αξιολύπητος.