αξιοδάκρυτος

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀξιοδάκρυτος, -ον)
άξιος δακρύων, άξιος για κλάματα, αξιολύπητος.