ἀξιοδάκρυτος
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ἀξιοδάκρυτον, worthy of tears, Sch.E.Med.1221.
Spanish (DGE)
-ον digno de lágrimas Sch.E.Med.1221.
German (Pape)
[Seite 269] beweinenswert, Schol. Eur. Med. 1221.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοδάκρῡτος: -ον, ὁ ἄξιος δακρύων, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1221.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀξιοδάκρυτος, -ον)
άξιος δακρύων, άξιος για κλάματα, αξιολύπητος.