αξιοσπούδαστος

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιοσπούδαστος, -ον)
αυτός για τον οποίο αξίζει να καταβληθεί φιλότιμη προσπάθεια.