αξιοσπούδαστος
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀξιοσπούδαστος, -ον)
αυτός για τον οποίο αξίζει να καταβληθεί φιλότιμη προσπάθεια.