αξιοτίμητος
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀξιοτίμητος, -ον)
ο αξιότιμος.
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
-η, -ο (Α ἀξιοτίμητος, -ον)
ο αξιότιμος.