αξιόπλοκος

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

ἀξιόπλοκος, -ον (Α)
αυτός που έχει επάξια πλεχθεί («αξιόπλοκος στέφανος», Ιγνάτιος Θεοφ.)