αξιώνω

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source

Greek Monolingual

(AM ἀξιῶ, -όω) άξιος
1. θεωρώ κάτι ως δικαίωμά μου, εγείρω αξίωση, απαιτώ
2. θεωρώ κάποιον άξιο να πράξει ή να είναι κάτι