αξιώνω

Greek Monolingual

(AM ἀξιῶ, -όω) άξιος
1. θεωρώ κάτι ως δικαίωμά μου, εγείρω αξίωση, απαιτώ
2. θεωρώ κάποιον άξιο να πράξει ή να είναι κάτι