Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απαιτώ

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

(AM ἀπαιτῶ, -έω) αιτώ
1. ζητώ επίμονα κάτι από κάποιον
2. ζητώ επίμονα να μου επιστραφεί κάτι το οποίο μου αφαιρέθηκε βίαια ή το οποίο δικαιωματικά μου ανήκει
3. (για πράγματα) έχω ανάγκη, χρειάζομαι («η κατάσταση απαιτεί σθεναρή αντιμετώπιση»)
νεοελλ.
(το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) τα απαιτούμενα
τα αναγκαία, τα απαραίτητα εφόδια
αρχ.
1. εξετάζω, ερευνώ να μάθω κάτι
2. υποχωρώ, ενδίδω σε κάποιαν απαίτηση.