απαιτώ
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
(AM ἀπαιτῶ, -έω) αιτώ
1. ζητώ επίμονα κάτι από κάποιον
2. ζητώ επίμονα να μου επιστραφεί κάτι το οποίο μου αφαιρέθηκε βίαια ή το οποίο δικαιωματικά μου ανήκει
3. (για πράγματα) έχω ανάγκη, χρειάζομαι («η κατάσταση απαιτεί σθεναρή αντιμετώπιση»)
νεοελλ.
(το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) τα απαιτούμενα
τα αναγκαία, τα απαραίτητα εφόδια
αρχ.
1. εξετάζω, ερευνώ να μάθω κάτι
2. υποχωρώ, ενδίδω σε κάποιαν απαίτηση.