απαξιώ

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231

Greek Monolingual

(Α ἀπαξιῶ, -όω)
θεωρώ ότι δεν αξίζει τον κόπο να κάνω κάτιαπαξιώ να απαντήσω»)
αρχ.
1. θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο λόγου, ασήμαντο
2. κρίνω κάποιον ότι δεν αξίζει για κάτι.