απαρτισμός

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχειtime and tide wait for no man

Source

Greek Monolingual

ἀπαρτισμός, ο (Α)
1. εκπλήρωση, ολοκλήρωση
2. φρ. «κατ' ἀπαρτισμόν» — κατά περίληψη, περιληπτικά.