εκπλήρωση

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3

Greek Monolingual

η (AM ἐκπλήρωσις)
νεοελλ.
πραγματοποίηση, εκτέλεση κάποιας εργασίας ώς το τέλος
αρχ.-μσν.
συμπλήρωση
μσν.
φρ. «ἐκπλήρωσις πόνου» — καταπράυνση
αρχ.
1. το να γεμίσει κάτι τελείως
2. ικανοποίηση
3. συμπλήρωση αστρονομικού κοσμικού κύκλου.