εκπλήρωση

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐκπλήρωσις)
νεοελλ.
πραγματοποίηση, εκτέλεση κάποιας εργασίας ώς το τέλος
αρχ.-μσν.
συμπλήρωση
μσν.
φρ. «ἐκπλήρωσις πόνου» — καταπράυνση
αρχ.
1. το να γεμίσει κάτι τελείως
2. ικανοποίηση
3. συμπλήρωση αστρονομικού κοσμικού κύκλου.