απειθαρχώ

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

(-έω)
είμαι απείθαρχος, απειθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πειθαρχώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].