απεκκλίνω

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

1. απομακρύνομαι από κάποιο σημείο
2. κλίνω προς διαφορετική από τη σωστή κατεύθυνση, εκτρέπομαι από το σωστό.