απελευθερωτής

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ., -τρια)
αυτός που αποδίδει την ελευθερία σε κάποιον.