απιάλλω

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

ἀπιάλλω (Α)
αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ιάλλω «φεύγω, εκτοξεύω»].