αποδημητικός

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀποδημητικός, -ή, -όν) αποδημώ
αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός
νεοελλ.
«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν
αρχ.
1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει
2. θνητός.