νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(AM ἀποδημῶ, -έω) απόδημος
1. φεύγω από την πατρίδα, ταξιδεύω στο εξωτερικό
2. είμαι μακριά από κάπου
μσν.- νεοελλ.
αποδημώ ή «ἀποδημῶ εἰς Κύριον» — πεθαίνω
μσν.
1. σταματώ να κάνω κάτι
2. καταφεύγω σε κάτι.