αποικισμός

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

ο (Α ἀποικισμός)
ίδρυση αποικίας
αρχ.
η μετοικεσία (ΠΔ).