ἀποικισμός

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικισμός Medium diacritics: ἀποικισμός Low diacritics: αποικισμός Capitals: ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: apoikismós Transliteration B: apoikismos Transliteration C: apoikismos Beta Code: a)poikismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A settlement of a colony, ἀποικισμός εἰς Ἐλέαν, title of work by Xenoph., D.L.9.20; μετὰ τὸν ἀποικισμόν Arist.Pol.1304b32.
II = ἀποικεσία, LXX Je.26(46).19, al.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 establecimiento de una colonia εἰς Ἐλέαν ... ἀ. D.L.9.20 (= Xenoph.A 1 tít.), μετὰ τὸν ἀποικισμόν Arist.Pol.1304b32.
2 destierro σκεύη ἀποικισμοῦ ποίησον σεαυτῇ LXX Ie.26.19.

German (Pape)

[Seite 304] ὁ, dasselbe; das Auswandern; die Kolonie; Arist. pol. 5, 4, 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἀποίκισις.
Étymologie: ἀποικίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποικισμός:создание колоний, колонизация Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικισμός: ὁ, ἡ ἵδρυσις ἀποικίας, μετὰ τὸν ἀπ. Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 3. ΙΙ. = ἀποικεσία, Ἑβδ.

Greek Monolingual

ο (Α ἀποικισμός)
ίδρυση αποικίας
αρχ.
η μετοικεσία (ΠΔ).

Greek Monotonic

ἀποικισμός: ὁ, εγκατάσταση αποίκων σ' έναν τόπο, η δημιουργία αποικίας, σε Αριστ.

Middle Liddell

the settlement of a colony, Arist.