αποκεντώ

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

(-άω) (Α ἀποκεντῶ, -έω)
νεοελλ.
τελειώνω το κέντημα
αρχ.
διατρυπώ.