απολίθωμα
From LSJ
το
λείψανο οργανισμού ή σημάδι της βιολογικής του δραστηριότητας που διατηρήθηκε μέσα σε ιζηματογενή πετρώματα παλαιότερων εποχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απολιθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικό και Γαλλοελληνικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου].