ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
(Μ ἀπονεκρώνω, AM ἀπονεκρῶ, -όω)1. νεκρώνω εντελώς2. αναισθητοποιώ, εξουδετερώνω.