απονεκρώνω

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀπονεκρώνω, AM ἀπονεκρῶ, -όω)
1. νεκρώνω εντελώς
2. αναισθητοποιώ, εξουδετερώνω.