αναισθητοποιώ

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547

Greek Monolingual

προκαλώ σωματική αναισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος + ποιώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθητοποίηση].