αποπλήσσω

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

ἀποπλήσσω κ. ἀποπλήττω (AM)
μσν.
χτυπώ δυνατά
αρχ.
Ι. παραλύω, καθιστώ κάποιον ανάπηρο στο σώμα ή στον νου
II. (-ομαι)
1. εκπλήσσομαι, τα χάνω
2. απωθώ.