αποπνικτικός

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που προκαλεί ή συντελεί στην απόπνιξη, ο πνιγηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποπνίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].