απτήν

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source

Greek Monolingual

ἀπτήν (-ῆνος), ο, η (Α) πτηνός
1. (για νεοσσούς κ. μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δεν μπορεί ακόμη να πετάξει
2. αυτός που δεν έχει φτερά, ο άφτερος.