απτοεπής

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

ἀπτοεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλάει άφοβα.