απόθεος

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ἀπόθεος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μακριά από τους θεούς, που δεν σέβεται τους θεούς.