απόμακρος

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

-η, -ο
Ι. μακρινός, απομακρυσμένος
II. επίρρ. απόμακρα
1. από μακριά, από μεγάλη απόσταση
2. μακριά, σε μεγάλη απόσταση
3. με υπονοούμενα, με υπαινιγμούς.