νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
-η, -ο
Ι. μακρινός, απομακρυσμένος
II. επίρρ. απόμακρα
1. από μακριά, από μεγάλη απόσταση
2. μακριά, σε μεγάλη απόσταση
3. με υπονοούμενα, με υπαινιγμούς.