Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
ο (Α ἀπόμαχος, -ον)
νεοελλ.
1. απόστρατος
2. αυτός που έχει αποσυρθεί από την εργασία ή την υπηρεσία του
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί πλέον να μάχεται.