ἀπόμαχος

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμᾰχος Medium diacritics: ἀπόμαχος Low diacritics: απόμαχος Capitals: ΑΠΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: apómachos Transliteration B: apomachos Transliteration C: apomachos Beta Code: a)po/maxos

English (LSJ)

ἀπόμαχον, (μάχη)
A unfit for service, disabled, X.An.3.4.32, 4.1.13, Arr.Tact.12.4, Agath.3.22.
II absent from the fight, of Achilles, AP9.467 tit., cf. Agath.2.7.

Spanish (DGE)

-ον
1 inútil, que esta fuera de combate πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ ἀπόμαχοι X.An.3.4.32, cf. 4.1.13, Arr.Tact.12.4, οἱ μὲν ἔτι ἀμυνόμενοι ἀντεῖχον, ἔνιοι δὲ καὶ ἀπόμαχοι ἐγίγνοντο Agath.3.22.2.
2 que permanece apartado de la lucha μετὰ τῶν ἀπομάχων Polyaen.4.6.17, ἀπόμαχοι ἔσεσθαι διενοοῦντο Agath.2.7.4, ἀπόμαχός ἐστιν Ἀχιλλεύς AP 9.467 (tít), τῷ δ' Ἀχιλλεύς τε καὶ ἡ Μυρμιδόνων φάλαγξ ἀπόμαχος ἦν Synes.Insomn.13 (p.174), cf. Them.Or.18.221a, Socr.Sch.HE 2.11.5
milit. retirado de soldados, op. ‘veterano’, Lyd.Mag.1.47.
3 invencible ἐν τοῖς ἀληθινοῖς ἀγῶσιν ἀπόμαχος μένει de la ley de Moisés, Gr.Nyss.V.Mos.2 (p.81).

German (Pape)

[Seite 314] (μάχη), nicht am Kampf theilnehmend, zum Kampf untauglich, von Verwundeten u. anders Beschäftigten, Xen. An. 3, 4, 32. 4, 1, 13; Arr. An. 3, 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est loin du combat ; libéré du service actif;
2 impropre au combat.
Étymologie: ἀπό, μάχη.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόμᾰχος:
1 небоеспособный Xen.;
2 не принимающий участия в боях (Ἀχιλλεύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμᾰχος: -ον, (μάχη) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, ἀνίκανος πρὸς πόλεμον, ἄχρηστος, Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13.

Greek Monolingual

ο (Α ἀπόμαχος, -ον)
νεοελλ.
1. απόστρατος
2. αυτός που έχει αποσυρθεί από την εργασία ή την υπηρεσία του
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί πλέον να μάχεται.

Greek Monotonic

ἀπόμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που πλέον δεν μάχεται, που δεν είναι πλέον σε θέση να μάχεται, σε Ξεν.

Middle Liddell

μάχη
past fighting, past service, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ὁ ἀνίκανος γιά πόλεμο). Σύνθετο ἀπό τήν πρόθ. ἀπό + μάχη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μάχομαι.

Translations

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний