απόπλους

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

ο (AM ἀπόπλους, Α κ. -πλοος)
αναχώρηση διά θαλάσσης
αρχ.
επάνοδος στην πατρίδα διά θαλάσσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + πλους, συνηρημ. τ. του πλόος «θαλασσινό ταξίδι»].