αραχνιάζω
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
1. γεμίζω αράχνες
2. μτφ. εγκαταλείπομαι, ερημώνομαι
3. (μτχ. παθ. πρκμ.) αραχνιασμένος, -η, -ο
α) εγκαταλελειμμένος, έρημος
6) απαίσιος, εξαθλιωμένος
γ) όμοιος με τον ιστό της αράχνης.