Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αραχνιάζω

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

1. γεμίζω αράχνες
2. μτφ. εγκαταλείπομαι, ερημώνομαι
3. (μτχ. παθ. πρκμ.) αραχνιασμένος, -η, -ο
α) εγκαταλελειμμένος, έρημος
6) απαίσιος, εξαθλιωμένος
γ) όμοιος με τον ιστό της αράχνης.