αργυρήλατος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

ἀργυρήλατος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος ή διακοσμημένος με σφυρηλατημένο άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ελατός (με έκταση της πρώτης συλλαβής κατά τη σύνθεση) < ελαύνω «σφυρηλατώ (για μέταλλα)»].