αργυροτρώκτης
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Greek Monolingual
ἀργυροτρώκτης, ο (Α)
αυτός που τρώει άργυρο, παραδόπιστος, πλεονέκτης (επίθ. του Ιούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + τρώκτης < τρώγω.