αργυροχόος

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀργυροχόος)
αυτός που λειώνει και κατεργάζεται τον άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -χόος < χέω «χύνω, λειώνω»].