λειώνω

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

και λειώ (AM λειῶ, -όω, Μ και λειώνω)
1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω
2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ
νεοελλ.
φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» — δέρνω κάποιον άγρια
νεοελλ.-μσν.
1. μεταβάλλω κάτι στερεό σε υγρό με θερμότητα ή με διάλυση μέσα σε υγρό, τήκω, ρευστοποιώ (α. «έλειωσα το βούτυρο» β. «το αλάτι λειώνει το χιόνι»)
2. (για τη γη) αποσυνθέτω τις σάρκες («τούτη η γη που θα μάς λειώσει ξανά στάχια θα φυτρώσει», Ζερβ.)
3. φθείρω κάτι με την πολλή χρήση ή με την τριβήεφέτος έλειωσα τρία ζευγάρια παπούτσια»)
4. συντρίβω, κουράζω, εξαντλώ κάποιον σωματικά ή ηθικά («τήν έλειωσε ο καημός»)
5. δίνω τέλος σε κάτι, εξαλείφω, εξαφανίζω
6. (αμτβ.) α) διαλύομαι, τήκομαι, ρευστοποιούμαι (α. «δεν έλειωσε η ζάχαρη» β. «έλειωσαν οι πάγοι»)
β) μεταβάλλομαι σε χυλό, χυλώνω, πολτοποιούμαι («τα μακαρόνια έβρασαν τόσο πολύ που έλειωσαν»)
γ) φθείρομαι από την πολλή χρήση ή από την τριβή («έλειωσε πάλι το παντελόνι σου»)
δ) εξαντλούμαι, τσακίζομαι σωματικά ή ηθικά (α. «έλειωσε από τα βάσανα» β. «έλειωσα από τη ζέστη»)
ε) (για νεκρό) υφίσταμαι αποσύνθεση τών σαρκών μέσα στον τάφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος. Η γραφή λιώνω δεν είναι ορθή, γιατί δεν ερμηνεύεται ετυμολογικά].