δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
ἀργυρόηλος, -ον (Α)ο διακοσμημένος με ασημένια καρφιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ήλος «καρφί»].