αργυρόρριζος

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

Greek Monolingual

ἀργυρόρριζος, -ον (Α)
(αποδίδεται σε πηγές ποταμού) «Ταρτησσοῦ... παγὰς ἀργυρορρίζους», του οποίου οι πηγές αναβλύζουν από αργυροφόρο υπέδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ρίζα].