υπέδαφος

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. (γενικά) στρώμα του στερεού φλοιού της Γης που βρίσκεται κάτω από το καλλιεργήσιμο έδαφος («πλούσιο υπέδαφος»)
2. (εδαφολ.) το στρώμα του κατακερματισμένου και μερικώς αποσαθρωμένου μητρικού πετρώματος, το οποίο αναπτύσσεται μεταξύ του ανώτερου εδαφικού καλύμματος και του υποβάθρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + έδαφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στην Κρίσιν Μαραθείου διαγωνισμού].