γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
ἀργυρόχροος, -ον (Μ)αυτός που έχει το χρώμα του αργύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -χροος < χρως (ο) «το χρώμα, ιδίως της επιδερμίδας»].