αρετηφόρος
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Greek Monolingual
ἀρετηφόρος, -ον (Α)
ο ενάρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρετή + -φορος < φέρω.
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
ἀρετηφόρος, -ον (Α)
ο ενάρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρετή + -φορος < φέρω.