ενάρετος

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνάρετος, -η, -ο ν)
αυτός που ζει ή γίνεται με αρετή, χρηστός, ηθικός («ἔνδοξον καὶ ἐνάρετον ἀρχήν», Ηρωδιαν.)
αρχ.
1. γενναίος, ανδρείος
2. παραγωγικός, εύφορος.
επίρρ...
εναρέτως, -α
1. με τρόπο ενάρετο, χρηστώς, ηθικώς
2. γενναίως, ανδρείως.