αριστοτελικός
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἀριστοτελικός, -ή, -όν) Αριστοτέλης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Αριστοτέλη και στη φιλοσοφία του
2. ο οπαδός της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη.