αριστόδικος

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

ἀριστόδικος, ο (Α)
άριστος δικαστής, αυτός που δικαιότατα δικάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -δικος < δίκη.