λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
ἀριστόδικος, ο (Α)άριστος δικαστής, αυτός που δικαιότατα δικάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -δικος < δίκη.